καταρχή — καταρχή, ἡ (Α) 1. αρχή, έναρξη («ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς καταρχῆς Ῥωμαῑοι μὲν εὐθέως ἄλλους πρεσβευτὰς ἐξαπέστειλαν πρὸς Κορινθίους», Πολ.) 2. αστρολ. η πρόβλεψη μιας κατάστασης με την παρατήρηση τών αστέρων, η προμάντευση 3. εξουσία κυριαρχία 4. η… … Dictionary of Greek
καταρχῇ — καταρχή beginning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρχή — beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρχῆι — καταρχῇ , καταρχή beginning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρχαῖς — καταρχή beginning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρχαί — καταρχή beginning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρχῆς — καταρχή beginning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρχήν — καταρχή beginning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρχικός — καταρχικός, ή, ον (Α) [καταρχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταρχή, στην προμάντευση από την παρατήρηση τών αστέρων … Dictionary of Greek
καταρχά — καταρχά̱ , καταρχή beginning fem nom/voc/acc dual καταρχά̱ , καταρχή beginning fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)